- συνεταιρίς
- -ίδος, ἡ, Αβλ. συνέταιρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεταιρίς — companion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεταιρίδες — συνεταιρίς companion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεταιρίδων — συνεταιρίς companion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέταιρος — ο, η / συνέταιρος, ΝΜΑ, και συνεταίρος Ν, θηλ. συνεταιρίς, ίδος, Α νεοελλ. 1. μέτοχος εταιρείας, μέτοχος σε κοινή επιχείρηση 2. φρ. «συνέταιρος στα κέρδη» μέτοχος χωρίς κεφάλαιο που προσφέρει προσωπική εργασία στην εταιρεία μσν. αρχ. σύντροφος,… … Dictionary of Greek